- αλληλωφέλεια
- η [αλληλωφελούμαι]αμοιβαία ωφέλεια, ωφέλεια τού ενός από τον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλωφελούμαι — ( έομαι) ωφελώ κάποιον και ωφελούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ωφελώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλωφέλεια] … Dictionary of Greek